ένα απεριόριστο, απίστευτα απύθμενο σύμπαν του οποίου το βάθος μπορούμε μόνο να δούμε κι όχι να καταλάβουμε.
Ο αέρας είναι ζεστό της η αναπνοή του παιδιού. Δεν τρέμουν τα φύλλα των μηλιών και αργοκερασιών αγριοκέρασων που το βράδυ φαίνονται να είναι σχεδόν μαύρα. Πάνω στο ώμο μου σέρνεται μια καθυστερημένη μέλισσα. Μπορεί να την πάρει κανείς και κρατώντας προσεκτικά από το πτερό της, να την καθίσει στη παλάμη. Δεν πρόκειται να δαγκώσει. Είναι κουρασμένη. Είναι υπερφορτωμένη με την γύρη που έχει προλάβει να μαζέψει και είναι κουρασμένη με τη ζεστασιά της ημέρας. Με τη δύση του ηλίου έχασε το συνηθισμένο προσανατολισμό της και τώρα χώνεται με της κεραίες της προσπαθώντας να θυμηθεί βασανιστικά την κατεύθυνση της πτήσης της.
Και σχεδόν ως μη ακουστό φόντο, βουίζουν στ’αυτιά μου οι ήχοι του βραδινού χωριού. Κωδωνίζει το κουβαδάκι με γάλα. Αναστενάζει βαριά το υπερχορτασμένο γουρούνι. Βροντάει ο τεμπέλης σκύλος με την αλυσίδα του. Μπορεί να ξαπλώσει κανείς στο μαλακό και ζεστό χόρτο και να κοιμηθεί καλύπτοντας με την απέραντη κουβέρτα του ουρανού.
- Έλα εδώ πέρα, - μου λέει η μητέρα μου.
Τραβιέμαι υποτακτικά της τη μάνα μου που μόλις έχει τελειώσει της δουλειές του σπιτιού.
Στέκεται στη μέση της αυλής και κρατάει κάτι στο ποδόγυρο της ποδιάς της. Την πλησιάζω και βλέπω τέσσερα (κοιλαράδικα), στικτά και γλειμμένα μέχρι γυαλάδα ασπρόμαυρα σκυλάκια. Είναι ακόμα τυφλά, έχουν ροζ μαξιλάρια των δαχτύλων στα κοντά ποδαράκια τους. Χώνονται με τις ζεστές μύτες τους στη παλάμη μου αναζητώντας τις θηλές της μητέρας τους.
Και πάλι η Τσιτά γέννησε σκυλάκια. Στο νοικοκυριό μας ήδη έχουμε δύο σκύλους, ένα κυνηγόσκυλο Ζουλμπάρς και το μαντρόσκυλο Ρίχαρδο. Όμως η Τσιτά είναι τόσο έξυπνη και πιστή σκύλα, αγαπά τόσο με τόση ειλικρίνεια όλους μας που δεν κινείται το χέρι μας να την διώξουμε.
- Να, πάρε τα, - μου λέει η μητέρα χώνοντας τα σκυλάκια πίσω από το πουκάμισό μου. – Να τα φέρεις στις βάσεις, εκεί κοντά στο βουστάσιο έχει ένα πηγάδι αποχέτευσης, να τα ρίξεις μέσα, - και σπρώχνει ελαφρά τη πλάτη μου.
Το βράδυ ήδη βρίσκεται στο μεταίχμιο της νύκτας. Περπατάω ξυπόλητος στο δρόμο μέσα στη σκόνη που την νιώθω σαν ζεστό βαμβάκι. Η Τσιτά έχει συνέλθει μετά το τοκετό, και τρέχει πίσω μου, τραντάζοντας με αξιοπρέπεια τις βαριές και γεμάτες γάλα θηλές.
Είναι απόλυτα αμέριμνη. Ούτε σκιά αμφιβολίας δεν έχει στα μάτια της. Αν ο κύριος της φέρει κάπου τα σκυλάκια, αυτό σημαίνει ότι έτσι
| Помогли сайту Реклама Праздники |